- συρματόσκοινο
- câble
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
συρματόσκοινο — το σκοινί φτιαγμένο από λεπτά σύρματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάδρομος — Αυτός που κινείται προς τα πάνω ή προς τα πίσω. Α. λέγεται συνήθως το συρματόσκοινο ή άλλο δυνατό σκοινί που είναι τεντωμένο λοξά από τα κατάρτια στο κατάστρωμα ή τον πρόβολο πλοίου ή από το ένα κατάρτι στο άλλο. Πάνω σε αυτό το σκοινί στηρίζεται … Dictionary of Greek
συρματόσχοινο — και συρματόσκοινο, το, Ν σχοινί από δύο ή περισσότερα συνεστραμμένα χαλύβδινα σύρματα το οποίο χρησιμοποιείται σε πάρα πολλές περιπτώσεις, όπως για τη μεταβίβαση κίνησης, την ανέλκυση βαρών, την κίνηση ανελκυστήρων κ.ά. εφαρμογές. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
θερμοβαθογράφος — Συσκευή πλοίου, που καταγράφει την κατανομή της θερμοκρασίας του νερού κατά βάθος. Έχει αεροδυναμικό σχήμα με πτέρωμα στο άκρο, για να σταθεροποιείται η θέση της όταν βυθίζεται στο νερό. Αποτελείται από έναν επιμήκη κορμό μέσα στον οποίο… … Dictionary of Greek